Το νησί
Η Γυάρος / Το νησί
Τοποθετημένη στην καρδιά των Κυκλάδων, η Γυάρος βρίσκεται ανάμεσα στην Άνδρο, στην Τήνο, στη Σύρο και στην Τζια. Η συνολική της έκταση είναι 17,76 τετραγωνικά χιλιόμετρα με μήκος ακτών 33 χιλιόμετρα. Διοικητικά υπάγεται στον Δήμο Σύρου – Ερμούπολης. Δεν υπάρχει τακτική σύνδεση με τα γύρω νησιά.
Η πρώτη αναφορά στη Γυάρο γίνεται στην Οδύσσεια, όταν ο Όμηρος περιγράφει την τιμωρία του Ποσειδώνα στον Αίαντα τον Λόκρο για τον βιασμό της μάντισσας Κασσάνδρας. Όταν το έμαθε ο θεός, βούλιαξε με την τρίαινά του το κομμάτι όπου στεκόταν ο Αίας στη θάλασσα σχίζοντας τον γυαρίτικο βράχο (Γυραίην πέτρην). Στην αρχαιότητα, η Γυάρος υπήρξε ανεξάρτητος δήμος που έκοβε το δικό του νόμισμα. Στην περίοδο της ρωμαϊκής κυριαρχίας, το νησί λειτούργησε ως τόπος εξορίας. Εκεί εκδιώχνονταν όσοι αμφισβητούσαν ή εναντιώνονταν στην εξουσία, όπως ο στωικός φιλόσοφος Μουσώνιος Ρούφος, ο οποίος εξορίστηκε από τον Νέρωνα τον 1ο αιώνα μ.Χ. με την ψευδή κατηγορία του συνωμότη.
Νόμισμα της Γυάρου (Πηγή: Συλλογή Βρετανικού Μουσείου)
Γκραβούρα της Γυάρου από το ταξίδι του Γάλλου βοτανολόγου Joseph Pitton de Tournefort
Στους αιώνες που ακολουθούν, οι περιηγητές που την επισκέπτονται περιγράφουν τη Γυάρο ως ένα νησί άγριο, με ελάχιστους κατοίκους που επιβιώνουν κάτω από δύσκολες συνθήκες. Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή του Γάλλου βοτανολόγου Joseph Pitton de Tournefort, όπου για δυο χρόνια (1700-02) ανακαλύπτει τα νησιά του Αρχιπελάγους και την Εγγύς Ανατολή. Στο βιβλίο του Ταξίδι στην Ανατολή (Voyages au Levant) γράφει για τη Γυάρο: «Οι Ρωμαίοι ήξεραν τι έκαναν όταν εξόριζαν τους εγκληματίες σε αυτό το νησί. Δεν υπάρχει πιο άγονο και δυσάρεστο μέρος σε ολόκληρο το Αρχιπέλαγος. Δεν υπάρχουν ούτε καν τα πολύ κοινά φυτά σε αυτόν τον τόπο. Δεν είδαμε παρά μόνον μεγάλους αρουραίους, ίσως της ίδιας ράτσας με εκείνους που ανάγκασαν τους κατοίκους του νησιού να το εγκαταλείψουν, όπως αναφέρει ο Πλίνιος.»
Η Γυάρος δεν ήταν πάντα ακατοίκητη, όμως ανέκαθεν υπήρξε αραιοκατοικημένη.
Η πορεία των Γιούρων συμβάδισε με αυτήν της γειτονικής τους Σύρου, αφού θεωρείτο αναπόσπαστο τμήμα της. Έγγραφα του 16ου αιώνα, έρχονται να επιβεβαιώσουν ότι ήδη από καιρό ήταν εκεί εγκαταστημένες 3- 4 οικογένειες Συριανών κτηνοτρόφων με περιουσιακά στοιχεία αναγνωρισμένα, οι οποίοι κατά την τουρκοκρατία κατέβαλαν στη Σύρο κτηματικό φόρο.
Οι λεγόμενοι Συριανοί – Αγιουργιανοί έβγαζαν από τα πρόβατα το μαλλί, το γάλα και το βούτυρο, από τα κατσίκια και τα γουρούνια το κρέας, περιζήτητα προϊόντα στα κοντινά νησιά. Καλλιεργούσαν αμπέλια και κριθάρι, που το άλεθαν στο χερόμυλο. Κάθε οικογένεια είχε τα δικά της μελίσσια και τη δική της βάρκα, με την οποία ψάρευαν και μετακινούνταν στα κοντινά νησιά.
Έφτιαχναν οι ίδιοι τα σπίτια, τις μάντρες και τις ξερολιθιές σύμφωνα πάντα με την πανάρχαια παραδοσιακή βιοκλιματική κυκλαδίτικη αρχιτεκτονική. Η μακραίωνη συμβίωση με τη φύση τούς προίκισε με τη βαθιά γνώση των περιορισμών και των δυνατοτήτων του φυσικού περιβάλλοντος. Έτσι, οι έμπειροι τεχνίτες αξιοποιούσαν την μορφολογία του εδάφους, τις θερμομονωτικές ιδιότητες της πέτρας, του χώματος, του ξύλου και της σκίασης της βλάστησης για να προστατευτούν από τα στοιχεία της φύσης, ενώ παράλληλα φρόντιζαν οι οικισμοί να έχουν τον κατάλληλο προσανατολισμό, ώστε να δέχονται την μέγιστη ηλιακή ακτινοβολία κυρίως κατά τους χειμερινούς μήνες και να εξασφαλίζουν συνθήκες άνεσης στο εσωτερικό των κτιρίων και των οικισμών – αερισμός, θερμομόνωση, φωτισμός.
Πολύ σημαντική ήταν η συμβολή των Αγιουργιανών κατοίκων της Γιάρου στην Εθνική Αντίσταση κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου εναντίον των δυνάμεων Κατοχής. Τον Μάιο του 1943 ένα Αγγλικό υποβρύχιο έφερε στο νησί έναν ασύρματο. Οι κάτοικοι προσέφεραν καταφύγιο στον Ασυρματιστή Γιώργο Βαλαβάνη από την Κρήτη και στον παρατηρητή Κώστα Δεμούλα από τον Πειραιά, οι οποίοι είχαν την αποστολή να εντοπίζουν τα πλοία των κατοχικών δυνάμεων στα ανοικτά των Βορείων Κυκλάδων και να ειδοποιούν με τον ασύρματο τους Βρετανούς συμμάχους ώστε να τα βομβαρδίζουν.
Η Γυάρος αποτέλεσε και μεταβατικό σταθμό κατά την φυγάδευση πατριωτών, καθώς οι κάτοικοι παρείχαν καταφύγιο στους Έλληνες πατριώτες μέχρι να τους μεταφέρει κάποιο υποβρύχιο στη Μέση Ανατολή.
Το 1948 το ελληνικό κράτος απαλλοτρίωσε τις περιουσίες των τελευταίων 31 κατοίκων για να χτιστούν οι φυλακές.

















